подвижный
From LSJ
πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear
Russian > Greek
κοῦφος, κινητός, εὔλυτος, ἀστάθμητος, φορητός, σφηλός, ἔκλυτος, ἀβέβαιος, κινητικός, αἰόλος, εὐτρόχαλος, ἐϋτρόχαλος, ἐνεργός