σφηλός

From LSJ

διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water

Source

Greek (Liddell-Scott)

σφηλός: -ή, -όν, ὁ εὐκόλως κινούμενος, εὐκίνητος, Ἡσύχ., παρ’ ᾧ μνημονεύεται καὶ τὸ ἀντίθετον ἄσφηλος, = ἀσφαλής· ἐν χρήσει ἔχομεν μόνον τὸ ἐρίσφηλος.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. αυτός που κινείται εύκολα, ευκίνητος
2. (κατά τον Ησύχ.) (το ουδ.) σφηλόν
α) «λοξόν, πυκνόν, εὐκίνητον»
β) «τὸ ἰσχυρόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η σημ. της λ. δεν επιτρέπει τη σύνδεσή της με το ρ. σφάλλω (βλ. και λ. ἐρίσφηλος)].

Russian (Dvoretsky)

σφηλός: подвижный или гибкий (Theocr. - v. l. к φιαρός).

German (Pape)

leicht zu bewegen, zu erschüttern, Hesych.