γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
θρέττε ;; ἀρετή ;; εὐψυχία ;; ἐλαφρότης ;; ἀκοπία ;; ἦτορ ;; σύλλογος