θρέττε
From LSJ
English (LSJ)
τό, = τὸ θρασύ, οὐκ ἔνι μοι τὸ θ., barbarism in Ar.Eq.17.
German (Pape)
[Seite 1217] τό, bei Ar. Equ. 17, komisch gebildetes Wort, Schol. θαρσαλέον, Hesych. ἀνδρεῖον, ἔστι δὲ ἀμετάφραστον, Droys. "Vorwärts, mit Anklang an das Trompetenschmettern".
French (Bailly abrégé)
(τό) :
indécl.
hardiesse.
Étymologie: cf. θρασύς.
Greek Monolingual
θρέττε, τὸ (Α)
το θάρρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βαρβαρισμός για το θάρρος].
Greek Monotonic
θρέττε: τό, στον Αριστοφ., οὐκ ἔνι μοι τὸ θρέττε, δεν έχω θάρρος· βαρβαρισμός αντί τὸ θράσος.
Russian (Dvoretsky)
θρέττε: τό indecl. шутл. бодрость, смелость: οὐκ ἔνι μοι τὸ θ. Arph. у меня не хватает духу.
Middle Liddell
in Ar., οὐκ ἔνι μοι τὸ θρέττε, the spirit's not in me; a barbarism for τὸ θράσος.