blustering
From LSJ
Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg
English > Greek (Woodhouse)
adj.
Tempestuous: P. χειμέριος, Ar. and V. δυσχείμερος, V. λαβρός, δυσκύμαντος.
Boastful: P. ὑπερήφανος, Ar. and P. ἀλαζών, V. ὑψήγορος, στόμαργος; see boastful.