μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
Celt, Kelt = Κέλτης
Celts, Kelts, Celtae = Κελτοί, οἱ.
Celtic, Keltic, adj.: Κελτικός.