beset
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
encircle, stand round: P. and V. περιίστασθαι, κυκλοῦσθαι, V. ἀμφίστασθαι.
set round: P. and V. περιβάλλειν.
occupy, seize: P. and V. καταλαμβάνειν.
besiege: Ar. and P. πολιορκεῖν; see besiege.
Met., harass: P. and V. πιέζειν, λυπεῖν.
fear has beset me: V. φόβος τις εἰσελήλυθε (Eur., Orestes 1324).
be beset, haunted by: P. and V. συνεῖναι (dat.), συνέχεσθαι (dat.), V. ἔγκεισθαι (dat.).
beset with, infested with: P. and V. μεστός (gen.).