Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
P. ὑβριστικός, Ar. and V. νεανικός, P. and V. θρασύς.
be pert, v.:Ar. and P. νεανιεύεσθαι.