ἀπαραμιγής
From LSJ
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
English (LSJ)
ές,
A unmixed, Sch.Od.2.341.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαραμῐγής: -ές, ὁ μὴ μεμιγμένος, ἄμικτος, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Β. 341.
Spanish (DGE)
-ές no mezclado θεῖον Sch.Od.2.341.