ἁμοῖ
From LSJ
οὐ σμικρὸν παραλλάττει οὕτως ἔχον ἢ ἄλλως → it makes no small difference if it's this way, or another way
English (LSJ)
Adv., (ἁμός B)
A somewhither, ἁμοιγέποι AB04.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμοῖ: ἐπίρρ., (ἁμός) = ἁμοιγέποι, «ἁμοιγέποι: ἀντὶ τοῦ ὀπηδὴ» Α. Β. 204. 14.
Spanish (DGE)
sólo en ἁμοιγέποι q.u.