ἄδειμος
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
ον, (δεῖμα)
A fearless, Hsch., Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἄδειμος: -ον, (δεῖμα) = ἄφοβος, Ἡσύχ. Σουΐδ.
Spanish (DGE)
-ον carente de miedo Hsch., Sud., Anecd.Ludw.178.3.