ἐπικέρνης

From LSJ
Revision as of 14:27, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Φιλίας δοκιμαστήριον ὁ χωρισμὸς φίλων → Probas amicum, ab eo si longe absies → Der Freundschaft Probe ist die Trennung von dem Freund

Menander, Monostichoi, 537
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικέρνης Medium diacritics: ἐπικέρνης Low diacritics: επικέρνης Capitals: ΕΠΙΚΕΡΝΗΣ
Transliteration A: epikérnēs Transliteration B: epikernēs Transliteration C: epikernis Beta Code: e)pike/rnhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A cupbearer, Ps.-Callisth.3.31 (v.l.). (Cf. pincerna.)

Greek Monolingual

ἐπικέρνης, ὁ (AM)
1. ο οινοχόος
2. (στο Βυζάντιο) τίτλος αξιωματούχου ο οποίος υπηρετεί τον αυτοκράτορα κατά το γεύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pincerna «οινοχόος». Μαρτυρείται και τ. πιγκέρνης].