Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀνεπισήμαντος

From LSJ
Revision as of 00:15, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert

Menander, Monostichoi, 416
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπισήμαντος Medium diacritics: ἀνεπισήμαντος Low diacritics: ανεπισήμαντος Capitals: ΑΝΕΠΙΣΗΜΑΝΤΟΣ
Transliteration A: anepisḗmantos Transliteration B: anepisēmantos Transliteration C: anepisimantos Beta Code: a)nepish/mantos

English (LSJ)

ον,

   A undistinguished, κατὰ τὴν ἐσθῆτα Plb.5.81.3; unrecorded, unnoticed, ἀ. τινα or τι παραλιπεῖν Id.11.2.1, D.S.11.59, cf. Phld. Sign.34. Adv. -τως without notice, Aps.p.259H.    II without an attack of ἐπισημασία (q.v.), Gal.14.277.    III Act., not conferring distinction, σοφοῖς ἀνδράσι Dariusap.D.L.9.14.

German (Pape)

[Seite 225] nicht ausgezeichnet, κατὰ τὴν ἐσθῆτα Pol. 5, 81; nicht belobt, 11, 2; D. Sic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπισήμαντος: -ον, ὁ μὴ διακρινόμενος, κατὰ τὴν ἐσθῆτα καὶ τὴν ἄλλην περιβολὴν ἀνεπισήμαντος Πολύβ. 5. 81, 3 ἀπαρατήρητος, οὐκ ἄξιον ἀνεπισήμαντον παραλιπεῖν τὸν Ἀσδρούβαν ὁ αὐτ. 11. 2, 1, Διόδ. 11. 59. - Ἐπίρρ. -ντως Ἀψίν. σ. 43.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no marcado por una señal, que no se distingue de pers. κατὰ τὴν ἐσθῆτα Plb.5.81.3, de abstr. παραλλαγή Phld.Sign.34.33, fig. τὴν ἀρετὴν αὐτοῦ παραλιπεῖν ἀνεπισήμαντον no hacer mención de su virtud D.S.11.59, cf. Plb.11.2.1.
2 medic. que no tiene síntomas Gal.14.277.
3 que no aprecia c. dat. Ἕλληνες ... σοφοῖς ἀνδράσι D.L.9.14.
II adv. -ως en forma irrelevante μὴ ἀ. προσβάλῃς Aps.p.259.

Greek Monolingual

ἀνεπισήμαντος, -ον (Α)
(για πρόσωπα και πράξεις) αυτός που δεν επισημάνθηκε, που πέρασε απαρατήρητος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεπισήμαντος: необозначенный, без особых примет, не отличающийся (κατά τι ἄγνωστος καὶ ἀ. Polyb.): ἀνεπισήμαντον παραλιπεῖν τινα Polyb. и τι Diod. обойти кого(что)-л. молчанием.