παραχραίνω

From LSJ
Revision as of 12:20, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραχραίνω Medium diacritics: παραχραίνω Low diacritics: παραχραίνω Capitals: ΠΑΡΑΧΡΑΙΝΩ
Transliteration A: parachraínō Transliteration B: parachrainō Transliteration C: parachraino Beta Code: paraxrai/nw

English (LSJ)

   A mix, defile beside, Plu.Fr.7.26 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 508] daneben vermischen, verunreinigen, Plut. frg. 26.

Greek (Liddell-Scott)

παραχραίνω: μιαίνω, μολύνω, Πλουτ. Ἀποσπ. 26.

Greek Monolingual

Α
παθ. παραχραίνομαι ανακατεύομαι, αναμιγνύομαι, μιαίνομαι, μολύνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + χραίνω «μολύνω»].

Russian (Dvoretsky)

παραχραίνω: загрязнять Plut.