Χαλκιδεύς
From LSJ
γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead
English (LSJ)
έος, ὁ,
A inhabitant of Chalcis, Hdt.5.74, etc.: acc. pl. Χαλκιδέας Ar.Eq. 238. II expld. by δειλός, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
Χαλκιδεύς: έως, ἴδε χαλκὶς ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
habitant ou originaire de Chalcis.
Étymologie: Χαλκίς.
Greek Monolingual
-έως, ὁ, ΜΑ
βλ. Χαλκιδέας.
Russian (Dvoretsky)
Χαλκῐδεύς: έως ὁ уроженец или житель Халкиды Her., Thuc., Xen.