δαμνογόνη
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
English (LSJ)
δαμνοδάμεια, δαμνώ,
A she that subdues, epiths. of the Moon, Hymn.Mag.5.43.
Greek Monolingual
δαμνογόνη, η (Α)
η δαμνοδάμεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. του ρ. δάμνημι + -γονη < γίγνομαι.