εἰδωλοποιητής
From LSJ
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A seer of phantoms, θεῶν ἢ νεκρῶν Vett. Val.112.34.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
creador de imágenes ἢ θεῶν ἢ νεκρῶν εἰ. Vett.Val.107.15.
Greek Monolingual
εἰδωλοποιητής, ο (Α)
αυτός που βλέπει είδωλα, φαντάσματα.