μικρότοπος
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
English (LSJ)
ον,
A with a small opening, ὀφθαλμοί Herod. Med. in Rh.Mus.58.86.
Greek Monolingual
μικρότοπος, -ον (Α)
αυτός που έχει μικρό τόπο, μικρή έκταση, μικρό άνοιγμα.