μυελόομαι
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
Pass.,
A to be full of marrow, ὁλοκαυτώματα μεμυελωμένα LXX Ps.65(66).15.
Greek (Liddell-Scott)
μυελόομαι: Παθ., πληροῦμαι μυελοῦ, ὁλοκαύτωμα Ἑβδομ. (Ψαλμ. ΞΕ΄, 15).