ἐγκονητί
From LSJ
Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
English (LSJ)
Adv.
A actively, vigorously, by perseverance, Pi.N.3.36.
German (Pape)
[Seite 709] in Eile, mit Anstrengung, κατέμαρψεν, Pind. N. 3, 35.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκονητί: ἐπίρρ., συντόνως, μετὰ πόνου, κατέμαρψεν ἐγκονητὶ Πινδ. 3. 61.
English (Slater)
ἐγκονητί
1 non sine pulvere i. e. vigorously καὶ ποντίαν Θέτιν κατέμαρψεν ἐγκονητί (ἀντὶ τοῦ ἐνεργῶς. Σ) (N. 3.36)
Spanish (DGE)
adv. esforzadamente ποντίαν Θέτιν κατέμαρψεν ἐ. Pi.N.3.36.
Greek Monolingual
ἐγκονητί επίρρ. (Α)
με πολύ αγώνα, με κόπο.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκονητί: adv. не без пыли, т. е. с большим трудом Pind.