λεπτοφαής
From LSJ
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
English (LSJ)
ές,
A feebly shining, Nonn.D.5.170.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτοφαής: -ές, ἀσθενῶς λάμπων, Νόνν. Δ. 5. 170.
Greek Monolingual
λεπτοφαής ή λεπτοφανής, -ές (Α)
αυτός που λάμπει αμυδρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- (< επίρρ. λεπτά) + -φαής (< φάος), πρβλ. κεραυνο-φαής, νυκτι-φαής. Ο τ. λεπτοφανής < λεπτ(ο)- (< επίρρ. λεπτά) + -φανής (< φαίνω), πρβλ. κατα-φανής, νυκτι-φανής].