σύρριζος
From LSJ
Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck
English (LSJ)
ον,
A joined to the root, root and all, Sch.rec.S.El.512, Eust.93.5. 2 well supplied with roots, ποιῆσαι τὸν ἵππον . . χλωροφαγῆσαι ἐπὶ πεδίον σ. Hippiatr.10.
Greek (Liddell-Scott)
σύρριζος: -ον, ὁ ἐρριζωμένος ὁμοῦ, ὁ μετὰ τῆς ῥίζης, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἠλ. 512, Εὐστ. Ἰλ. Α. 235.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
(για φυτό ή τμήμα φυτού)
1. ο ενωμένος με τις ρίζες
2. αυτός που έχει αφθονία ριζών («ποιῆσαι τὸν ἵππον... χλωροφαγῆσαι ἐπὶ πεδίον σύρριζον», Ιππιατρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ρίζος (< ῥίζα), πρβλ. έν-ριζος].