γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
Full diacritics: στῐβική | Medium diacritics: στιβική | Low diacritics: στιβική | Capitals: ΣΤΙΒΙΚΗ |
Transliteration A: stibikḗ | Transliteration B: stibikē | Transliteration C: stiviki | Beta Code: stibikh/ |
ἡ,
A tax on στίβι, PCair.Zen.136.247 (iii B.C.).
ἡ, Α στῑβι
φόρος που επιβαλλόταν στο στίβι, στο στίμμι.