παχύφωνος
From LSJ
Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt
English (LSJ)
ον,
A of coarse sound, στοιχεῖον Aristid. Quint.1.21 (Comp.).
Greek (Liddell-Scott)
παχύφωνος: -ον, ὁ παχὺς δηλ. τραχὺς κατὰ τὸν ἦχον, Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. σ. 46, ἐν τῷ συγκρ. -ότερος.
Greek Monolingual
-ον, Α
ο παχύς, δηλ. ο τραχύς ως προς τον ήχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύ-φωνος].