ὀξύζωμος
From LSJ
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
English (LSJ)
ον,
A with a sharp sauce, Apic.6.9.241.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξύζωμος: -ον, κεκαρυκευμένος δι᾿ ὀξέος ἐμβάμματος, «μὲ ξινὴν σάλτσαν», oxyzomus, a, um, Apicius 6. 9 § 241.
Greek Monolingual
ὀξύζωμος, -ον (Α)
καρυκευμένος με ξινή σάλτσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + ζωμός.