ἀδεισιδαιμονία
From LSJ
Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid
English (LSJ)
ἡ,
A freedom from superstition, Hp.Decent.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδεισῐδαιμονία: ἡ, ἐλευθερία ἢ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τῆς δεισιδαιμονίας, Ἱππ. 23. 37.