ἀδηλόω
From LSJ
σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer
English (LSJ)
A render invisible:—Pass., to be obliterated, Tab.Heracl.1.57.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδηλόω: ποιῶ τινα ἄδηλον· παθ., ἀγνώριστος γίνομαι, ἀπαλείφομαι, Συλλ. Ἐπιγρ. 5775. 57, Φίλων Ἰουδ. 1, 539.
Spanish (DGE)
ocultar, tapar en v. pas. hως μὴ καταλυμακωθὴς ἀδηλωθείη para que no quede oculto cubierto por el fango (un cipo) TEracl.1.57 (IV a.C.), τὰ κεκρυμμένα νῦν καὶ ἀδηλούμενα ... ἀπογυμνώσει Ph.2.310.