ἀναστοιχειόω

From LSJ
Revision as of 15:27, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst

Menander, Monostichoi, 82
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναστοιχειόω Medium diacritics: ἀναστοιχειόω Low diacritics: αναστοιχειόω Capitals: ΑΝΑΣΤΟΙΧΕΙΟΩ
Transliteration A: anastoicheióō Transliteration B: anastoicheioō Transliteration C: anastoicheioo Beta Code: a)nastoixeio/w

English (LSJ)

   A resolve matter into its elements, Chrysipp.Stoic.2.188, cf. Ph.1.501,477 (Pass.), Gal.1.508.

German (Pape)

[Seite 209] wieder indie Elemente auflösen, Phil.; Suid. erkl. ἀναπλάττω, zurückbilden.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναστοιχειόω: διαλύω πάλιν εἰς τὰ ἀρχικὰ στοιχεῖα, Φίλων 1. 501. ΙΙ. ἐν τῷ παθ., ἀνακαινίζομαι, ἀναγεννῶμαι, Ὠριγ. κτλ.

Spanish (DGE)

I descomponer en elementos, desintegrar τὴν διακόσμησιν Chrysipp.Stoic.2.188, αὐτὸν δυάδα ὄντα ... εἰς μονάδα Ph.2.179, cf. 1.501, ἀναστοιχειουμένου τοῦ λόγου Origenes Io.1.37, abs. Gal.1.508.
II 1restaurar, recomponer δεύτερος Ἀδὰμ (Cristo) ἀναστοιχειῶν τὸ γένος ... εἰς καινότητα ζωῆς Cyr.Al.M.68.1076D, τρόπον τινὰ τὸν νοῦν Origenes M.17.32D.
2 en v. med.-pas., c. prep. más ac. transformarse, convertirse por la alegoría (Χάλεβ) ἀναστοιχειωθεὶς εἰς ἡγημονικόν Origenes Hom.18.2 in Ios.p.407.21, ἀνεστοιχειοῦτο (Santa Helena) ἐπὶ τὴν ἄφθαρτον ... οὐσίαν Eus.VC 3.46, cf. Ph.1.477, εἰς ταῦτα Sch.Il.7.99
reducirse a τὸ αἰσθητὸν ὕδωρ πρὸς θείαν ... δύναμιν Ammon.Io.M.85.1408D, εἰς θάνατον Meth.Symp.3.6 (p.32.19).