ἀρχιγέρων
From LSJ
English (LSJ)
οντος, ὁ,
A chief of a γερουσία, Sammelb.2100 (i B.C.), Cod.Just.1.4.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχιγέρων: -οντος, ὁ ὁ πρῶτος τῶν γερόντων, πρόεδρος τῆς γερουσίας, Βυζ.
Spanish (DGE)
-οντος, ὁ
presidente de la gerusía en Alejandría SB 2100.5 (I a.C.), IFayoum 38.2 (I d.C.), cf. Cod.Iust.1.4.5.