ὀρεκτέος
From LSJ
English (LSJ)
α, ον,
A to be desired, Stoic.3.22.
Greek Monolingual
ὀρεκτέος, -α, -ον (Α) ορεκτός
1. επιθυμητός
2. (το ουδ.) ὀρεκτέον
πρέπει να προσφέρει κανείς.
Full diacritics: ὀρεκτέος | Medium diacritics: ὀρεκτέος | Low diacritics: ορεκτέος | Capitals: ΟΡΕΚΤΕΟΣ |
Transliteration A: orektéos | Transliteration B: orekteos | Transliteration C: orekteos | Beta Code: o)rekte/os |
α, ον,
A to be desired, Stoic.3.22.
ὀρεκτέος, -α, -ον (Α) ορεκτός
1. επιθυμητός
2. (το ουδ.) ὀρεκτέον
πρέπει να προσφέρει κανείς.