μακροδάκτυλος

From LSJ
Revision as of 15:54, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακροδάκτῠλος Medium diacritics: μακροδάκτυλος Low diacritics: μακροδάκτυλος Capitals: ΜΑΚΡΟΔΑΚΤΥΛΟΣ
Transliteration A: makrodáktylos Transliteration B: makrodaktylos Transliteration C: makrodaktylos Beta Code: makroda/ktulos

English (LSJ)

ον,

   A long-toed, Arist.PA 690b7, 694b16.

Greek (Liddell-Scott)

μακροδάκτῠλος: -ον, ὁ ἔχων μακροὺς δακτύλους, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 65., 12, 27.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM μακροδάκτυλος, -ον)
αυτός που έχει μακριά δάκτυλα
νεοελλ.
1. αυτός που πάσχει από μακροδακτυλία
2. το αρσ. ως ουσ. ο μακροδάκτυλος
ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας scarabeidae.

Russian (Dvoretsky)

μακροδάκτῠλος: с длинными пальцами, длиннопалый (πόδες Arst.).