λιμενουργία
From LSJ
φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)
English (LSJ)
ἡ,
A harbour-making, Tz.H.11.621.
German (Pape)
[Seite 47] ἡ, der Hafenbau, Tzetz.
Greek (Liddell-Scott)
λῐμενουργία: ἡ, ἡ κατασκευὴ λιμένων, Τζέτζ. Ἱστ. 11. 621.
Greek Monolingual
λιμενουργία, ἡ (Μ)
η λιμενοποιία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμήν, -ένος + -ουργία (< -ουργός < ἔργον)].