στενόφλεβος

From LSJ
Revision as of 16:18, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στενόφλεβος Medium diacritics: στενόφλεβος Low diacritics: στενόφλεβος Capitals: ΣΤΕΝΟΦΛΕΒΟΣ
Transliteration A: stenóphlebos Transliteration B: stenophlebos Transliteration C: stenoflevos Beta Code: steno/flebos

English (LSJ)

ον,

   A with narrow, small veins, Gal.1.339, Paul.Aeg.1.67.

Greek (Liddell-Scott)

στενόφλεβος: -ον, ὁ ἔχων στενὰς ἢ μικρὰς φλέβας, Γαλην.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει στενές φλέβες («ὀλίγαιμον καὶ στενόφλεβον ἐργάζεται τὸ σῶμα», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + -φλεβος (< φλέψ, φλεβός), πρβλ. μεγαλό-φλεβος].