ἀπιστητέον
From LSJ
Κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός → Facient malorum te malum commercia → Mit Schlechten Umgang pflegend wirst du selber schlecht
English (LSJ)
A one must mistrust, disbelieve, c. dat., Plb.4.41.8; of persons, Str.8.4.10, etc.; ἀ. ἡμῖν περί . . Hp.Cord.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπιστητέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἀπιστῶ, δεῖ ἀπιστεῖν, πρέπει τις νὰ ἀπιστῇ ἢ νὰ δυσπιστῇ, μετὰ δοτ., Πολύβ. 4. 41, 8, Στράβ. 362.
Spanish (DGE)
no hay que creer, hay que desconfiar c. dat. de cosa τῷ μεγέθει ... τῷ πλήθει Plb.4.41.8
•c. dat. de pers. ἡμῖν περί ... Hp.Cord.2, τῷ φήσαντι Str.8.4.10.