σκεθρῶς
From LSJ
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
French (Bailly abrégé)
adv.
exactement.
Étymologie: σκεθρός.
Russian (Dvoretsky)
σκεθρῶς:
1) точно, ясно (προὐξεπίστασθαι Aesch.; ὁρᾶν Eur.);
2) тщательно (διορίζειν Aesch.).