σχολαίως
From LSJ
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
French (Bailly abrégé)
adv.
1 à loisir;
2 lentement;
Cp. σχολαιότερον ou σχολαίτερον et σχολαίτερα, Sp. σχολαίτατα.
Étymologie: σχολαῖος.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. βλ. σχολαῑος.
Russian (Dvoretsky)
σχολαίως: (compar. σχολαίτερον и σχολαιότερον) медлительно, медленно, лениво Her., Thuc., Xen.