τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
part. pf. de ἐνίστημι ; t. de gramm. ὁ ἐνεστώς (χρόνος) le présent.
ἐνεστώς: part. pf. к ἐνιστημι.
(see also: ἐνίστημι) imminent, impending, threatening