τεταγμένος
From LSJ
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
Greek Monolingual
-η, -ο / τεταγμένος, -η, -ον, ΝΜΑ
βλ. τάσσω.
επίρρ...
τεταγμένως Α
1. με τάξη, κανονικά («καλῶς καὶ τεταγμένως πολιτεύεσθαι», Ισοκρ.)
2. μαθημ. (σχετικά με κώνους) σαν την τεταγμένη
3. (με αρθρ. θηλ.) ἡ τεταγμένως
μαθημ. η τεταγμένη.