τετρακαιδεκέτις
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
German (Pape)
[Seite 1097] ιδος, ἡ, fem. zum Vor., Isocr. 19, 22.
Greek Monolingual
-ιδος, ἡ, Α
βλ. τετρακαιδεκαέτης.
Russian (Dvoretsky)
τετρᾰκαιδεκέτις: ιδος adj. f четырнадцатилетняя (κόρη Isocr.).