τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
Full diacritics: κηλήνη | Medium diacritics: κηλήνη | Low diacritics: κηλήνη | Capitals: ΚΗΛΗΝΗ |
Transliteration A: kēlḗnē | Transliteration B: kēlēnē | Transliteration C: kilini | Beta Code: khlh/nh |
μέλαινα, Hsch.
κηλήνη: «μέλαινα» Ἡσύχ.
κηλήνη (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μέλαινα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τη λ. κηλίς και εμφανίζει επίθημα -ήνη (πρβλ. κεβλ-ήνη)].