στιππουργός
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
English (LSJ)
ὁ,= στιππυουργός, PLond.2.387.20 (vi/vii A.D.).
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. στυππειουργός.