συγκορύφωσις

From LSJ
Revision as of 19:35, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκορῠφωσις Medium diacritics: συγκορύφωσις Low diacritics: συγκορύφωσις Capitals: ΣΥΓΚΟΡΥΦΩΣΙΣ
Transliteration A: synkorýphōsis Transliteration B: synkoryphōsis Transliteration C: sygkoryfosis Beta Code: sugkoru/fwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,= συγκεφαλαίωσις, ib.25.

German (Pape)

[Seite 969] ἡ, = συγκεφαλαίωσις, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκορύφωσις: ἡ, = συγκεφαλαίωσις. Θεολογ. Ἀριθμ. σ. 25.

Greek Monolingual

-ώσεως, ἡ, Α συγκορυφῶ
συγκεφαλαίωση.

Greek Monolingual

-ώσεως, ἡ, Α συγκορυφῶ
συγκεφαλαίωση.