συγκορύφωσις
From LSJ
ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack
English (LSJ)
εως, ἡ,= συγκεφαλαίωσις, ib.25.
German (Pape)
[Seite 969] ἡ, = συγκεφαλαίωσις, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συγκορύφωσις: ἡ, = συγκεφαλαίωσις. Θεολογ. Ἀριθμ. σ. 25.
Greek Monolingual
-ώσεως, ἡ, Α συγκορυφῶ
συγκεφαλαίωση.
Greek Monolingual
-ώσεως, ἡ, Α συγκορυφῶ
συγκεφαλαίωση.