διχαστῆρες
From LSJ
English (LSJ)
ὀδόντες, οἱ,
A the incisors, Poll.2.91.
German (Pape)
[Seite 646] ὀδόντες, οἱ, Schneidezähne, Poll. 2, 91.
Greek (Liddell-Scott)
δῐχαστῆρες: ὀδόντες, οἱ, οἱ τομεῖς ἢ κοπτῆρες, Πολυδ. Β΄, 91.
Full diacritics: δῐχαστῆρες | Medium diacritics: διχαστῆρες | Low diacritics: διχαστήρες | Capitals: ΔΙΧΑΣΤΗΡΕΣ |
Transliteration A: dichastē̂res | Transliteration B: dichastēres | Transliteration C: dichastires | Beta Code: dixasth=res |
ὀδόντες, οἱ,
A the incisors, Poll.2.91.
[Seite 646] ὀδόντες, οἱ, Schneidezähne, Poll. 2, 91.
δῐχαστῆρες: ὀδόντες, οἱ, οἱ τομεῖς ἢ κοπτῆρες, Πολυδ. Β΄, 91.