θύσσομαι
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
English (LSJ)
= τινάσσομαι, Hsch.
Greek Monolingual
θύσσομαι (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «τινάσσομαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θύσανος.