λειφαιμέω
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
λείφαιμος, v. λιφ-; cf. λειπανδρία. λείφητρα· λείψανα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 27] u. λείφαιμος, s. λιφ.
Greek (Liddell-Scott)
λειφαιμέω: λείφαιμος, ἴδε ἐν λέξ. λιφ-· καὶ πρβλ. λειπανδρέω.