ἀποσαρκόομαι
From LSJ
English (LSJ)
dub. sens.,
A σὰρξ ἀποσαρκοῦται Arist.Pr.865b30 (fort. ἀποστρακοῦται), cf. 966a26.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσαρκόομαι: παθ., συμπυκνοῦμαι, καθίσταμαι πυκνότερος, συνίσταται γὰρ ἡ σάρξ καὶ κομιδῇ ἀποσαρκοῦται Ἀριστ. Πρβλ. 1. 52, 3. 2) γίνομαι σάρξ, ἐνσαρκοῦμαι, Ἐκκλ. ΙΙ. ἀποτίθημι τὴν σάρκα, Κύριλλ. Ἀλεξ., Ἰω. Δαμασκ. κλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσαρκόομαι: (о мышечной ткани) восстанавливаться, разрастаться (σάρξ ἀποσαρκοῦται Arst.).