ἄψητος
From LSJ
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
English (LSJ)
ἀνυπότακτος, Hsch.
Spanish (DGE)
ἀνυπότακτος Hsch.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἄψητος, -ον)
1. αδάμαστος, ανυπότακτος
2. (για μετάξι) που δεν έβρασε για να γίνει λευκό και στιλπνό
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει ψηθεί ή δεν έχει βράσει αρκετά
2. εκείνος που βράζει ή ψήνεται δύσκολα
3. ο ωμός
4. ο ανώριμος
5. (για ανθρώπους) α) αγύμναστος, άπειρος
β) νωθρός
γ) (για δουλειές) αυτός που δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί.