ὑποεργός
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
όν, contr. ὑπουργός (q. v.), A.R.1.226, Cleanth.1.9.
German (Pape)
[Seite 1217] = ὑπουργός; Ep. ad. 195 (IX, 676); Coluth. 83; Ap. Rh. 1, 226.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποεργός: -όν, συνῃρ. ὑπουργός, ὃ ἴδε, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 226.
Greek Monolingual
-όν, Α
(ποιητ. τ.) βλ. υπουργός.