γαγάτης

From LSJ
Revision as of 18:45, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἆρά γε λόγον ἔχει δυοῖν ἀρχαῖν, ὑλικῆς τε καὶ δραστικῆς → does it in fact have the function of two principles, the material and the active?

Source

German (Pape)

[Seite 469] ὁ, Gagat, ein steinhartes, schwarzes Bergpech, von der lycischen Stadt Γάγαι.

Greek Monolingual

ο (AM γαγάτης)
συμπαγής ποικιλία μαύρου λιγνίτη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στην κοσμηματοποιία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματισμός σε -της, που κατά τον Πλίνιο προήλθε από Γάγας ή Γάγαι, ονομασία πόλεως και ποταμού της Λυκίας. Από τη λ. γαγάτης προήλθε και το λατ. gagātēs, απ' όπου και τα νεώτερα γαλλ. jais, γερμ. Gagať].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: (sc. λίθος) lignite (Orph., Plin., Dsc.).
Other forms: Also γαγγῖτις or γαγγῆτις λίθος (Str.); this form may be or have been influenced by the adj. of the Ganges. And ἐγαγὶς πέτρα (Nic.) = γαγάτης.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Anat.
Etymology: Acc. to Pliny 36, 141 from Γάγας or Γάγγαι town and river in Lycia. The forms with γαγγ-, with prenasalization, confirm the Anatolian (= Pre-Greek?) origin. From here Lat. gagātēs, with Fr. jais, Germ. Gagat etc. Vgl. Redard Les noms grecs en -της 53, 234.

Frisk Etymology German

γαγάτης: (sc. λίθος)
{gagátēs}
Grammar: m.
Meaning: Pechkohle, Gagat (Orph., Plin., Dsk. usw.).
Etymology : Nach Plin. 36, 141 von Γάγας Stadt und Fluß in Lykien. Daraus lat. gagātēs, wovon franz. jais, dt. Gagat usw. Vgl. Redard Les noms grecs en -της 53, 234.
Page 1,281