μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
μεταιωοῦμαι, -έομαι (Α) αιωρούμαιανυψώνομαι πνευματικά, οδηγούμαι σε έξαρση, μεταρσιώνομαι.